- ἀνάεδνος
- ἀνά-εδνος (ϝέδνα, see ἀν-, 2): without bridal gifts. Cf. ἕδνα. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανάεδνος — ἀνάεδνος, η (Α) (για νύφες) αυτή που δεν έχει γαμήλια δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ομηρική και υπάρχουν τρεις δυνατές εκδοχές για την ετυμολογία της: α) ἀνάεδνος < ἀνα στερ. + ἕδνα «προίκα» β) ο τ. ἀνάεδνος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή… … Dictionary of Greek
ἀνάεδνος — without bride price masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάεδνον — ἀνάεδνος without bride price masc/fem acc sg ἀνάεδνος without bride price neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάεδνοι — ἀνάεδνος without bride price masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάελπτος — ἀνάελπτος, ον (Α) ανέλπιστος, απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος*. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη… … Dictionary of Greek